-
1 σιταποθήκη
[ситапотики] ουσ. Θ. хлебный склад,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σιταποθήκη
-
2 зернохранилище
-
3 закром
с.-х. η σιταποθήκηвентилируемый - με εξαερισμό.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закром
-
4 зернохранилище
η σιταποθήκηсилосное - τύπου σιλό.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зернохранилище
-
5 элеватор
1. с.-х. о σιρός, η σιταποθήκη, το σιλό (ξεν.) 2. тех. ο αναβατήρας, ο ανελκυστήρας, ο ανυψωτήρας 3. (хирургический инструмент) ο ανυψωτήρας (стоматологический инструмент) το εργαλείο ανύψωσης των ιστών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > элеватор
-
6 амбар
амбарм ὁ σιτοβολών, ἡ σιταποθήκη /ή ἀποθήκη (склад). -
7 гумно
гумнос τό ἀλώνι, ἡ σιταποθήκη, ὁ σιτοβολών. -
8 житница
жи́тницаж1. (амбар) ὁ σιτοβολώ-νας [-ών], ἡ σιταποθήκη·2. перен ὁ σιτοβολώνας. -
9 закром
закромм с.-х. ἡ σιταποθήκη. -
10 зернохранилище
зерно||хранилищес ἡ σιταποθήκη, ἡ ἀποθήκη σίτου. -
11 рига
ригаж ἡ σιταποθήκη, ὁ σιτοβολών [-ας]. -
12 хлебный
хлебн||ыйприл1. τοῦ ψωμιοῦ, ἀπό ψωμί (о печеном хлебе)/ τοῦ σιταριοῦ (относящийся к зерну):\хлебныйые злаки τά σιτηρά· \хлебныйые запасы τά ἀποθέματα σιταριοῦ· \хлебныйые поля τά χωράφια σιταριοῦ· \хлебный амбар ἡ σιταποθήκη· \хлебный магазин τό ἀρτοπωλεῖο, τό ψωμάδικο· \хлебныйая торговля τό ἐμπόριο σιτηρών \хлебный квас τό κβάς (είδος ἀναψοκτικοβ)· \хлебный кризис ἡ κρίση ψωμιοῦ·2. (обильный хлебом) πλούσιος σέ σιτάρι:\хлебный край ὁ σιτοβολων (или ἡ σιτοπαραγωγική) περιοχή· \хлебный год χρονιά πλούσια σέ σιτοπαραγωγή·3. перен (доходный, прибыльный) ἐπικερδής, προσοδοφόρος· ◊ \хлебныйое дерево τό ἀρτόδεν-δρο[ν]. -
13 зернохранилище
[ζιερναχρσνίλιστσιε] ουσ. ο. σιταποθήκη -
14 зернохранилище
[ζιερναχρσνίλιστσιε] ουσ ο σιταποθήκη -
15 закром
-а, πλθ. -а α. σιταποθήκη, αμπάρι. -
16 зернохранилище
-а ουδ.σιταποθήκη, σιτοβολώνας. -
17 элеватор
-а α.1. μεγάλη σιταποθήκη, σιτοβολώνας.2. αναβατήρας.3. αντλία ανυψωτική.
См. также в других словарях:
σιταποθήκη — η αποθήκη σιτηρών: Το σιτάρι έμεινε απούλητο και σάπισε στη σιταποθήκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σιταποθήκη — η, Ν αποθήκη σιταριού και άλλων δημητριακών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίτος + αποθήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στο περιοδικό Αιγιναία] … Dictionary of Greek
τετρασίριον — τὸ, Α μικρή τετραγωνική σιταποθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + σίριον (< σιρός «σιταποθήκη)] … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… … Dictionary of Greek
ενσιρώνω — και ενσιρώ ( όω) [σιρός] αποθηκεύω γεωργικά προϊόντα σε σιρό, σε σιταποθήκη … Dictionary of Greek
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek
θησαυρικός — θησαυρικός, ή, όν (Α) [θησαυρός] 1. θησαυριστικός, αποταμιευτικός, αυτός που έχει τη συνήθεια να αποταμιεύει 2. ο αναφερόμενος στον θησαυρό, δηλαδή στη δημόσια αποθήκη σιτηρών 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ θησαυρικόν φόρος για την αποθήκευση σιταριού στη … Dictionary of Greek
οριάριος — ὁριάριος και ὁρειάριος ὁ (ΑΜ) φύλακας, επιστάτης σιταποθήκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. horrearius < horreum «σιταποθήκη»] … Dictionary of Greek
πόδωμα — (I) το, Ν [πούς, ποδός] ναυτ. το κάτω μέρος ενός ιστίου ιστιοφόρου πλοίου. (II) τὸ, Α 1. δάπεδο, βάση 2. σιταποθήκη 3. φρ. «τέλος ποδώματος» φόρος αποθηκεύσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + κατάλ. ωμα (πρβλ. πέπλ ωμα: πέπλος, πλεύρ ωμα: πλευρόν)] … Dictionary of Greek
ρογός — (I) (ῥογός) ὁ, Α σιταποθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σικελική λ. άγνωστης προέλευσης. Η σύνδεσή της με το λατ. rogus «φωτιά» δεν θεωρείται πιθανή (πρβλ. και γοτθ. rika «σωρεύω»)]. (II) και ρόγος, ο, Ν η υγρασία τού εδάφους που είναι αναγκαία για την ανάπτυξη… … Dictionary of Greek